στάλισμα

στάλισμα
το
ανάπαυση των ζώων το μεσημέρι σε τόπο σκιερό: Τα πρόβατα πήγαν για στάλισμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στάλισμα — το, Ν [σταλίζω] η ανάπαυση τού κοπαδιού σε σκιερό μέρος, στάλος …   Dictionary of Greek

  • στάλα — (I) ἡ, ΝΑ (δωρ. τ.) βλ. στήλη. (II) η, Ν 1. μικρή ποσότητα υγρού, σταγόνα, σταλαγματιά («ζει τού νερού και η στάλα οπού κολλάει στο ποτήρι», Σολωμ.) 2. μτφ. πολύ μικρή ποσότητα (α. «ήπια μια στάλα κρασί» β. «κοιμήθηκα μια στάλα») 3. φρ. α) «ούτε… …   Dictionary of Greek

  • στάλος — Πεδινός οικισμός (373 κάτ., υψόμ. 80 μ.), στην επαρχία Κυδωνίας του νομού Χανίων. Βρίσκεται στα δυτικά των Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νέας Κυδωνίας (Γαλατά). * * * και σταλός, ο, και στάλος, το, Ν 1. η σταλίστρα 2. στάλισμα, στάλιασμα,… …   Dictionary of Greek

  • σταλίστρα — η, Ν σκιερός τόπος για το στάλισμα τών αιγοπροβάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σταλίζω + επίθημα τρα (πρβλ. κρεμάσ τρα)] …   Dictionary of Greek

  • στάλος — στάλος, ο και σταλός, ο 1. τόπος όπου σταλίζουν τα ζώα και το ίδιο το στάλισμα: Άφησε τα πρόβατα στο στάλο κι έφυγε. 2. καταφύγιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”